Ὑπὸ Ἠλία Β. Οἰκονόμου,
Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ τοῦ Εθνικοῦ καὶ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνὼν.
Εἰσαγωγἠ.Ὁ μέγιστος τῶν ρητόρων τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τοῦ 4ου αἰῶνος , ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (ἡ γνώση τῆς ρητορικῆς ὑπῆρξεν ἀμάχητο τεκμήριο ἑλληνικῆς παιδείας) ἀνεδείχθη ὁ ἐκτενέστερος ἄμεσος καὶ ἔμμεσος Ἑρμηνευτὴς τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἐγνώριζε καὶ ἑρμήνευσε τὰ ὀγδοήκοντα παρὰ ἕνα – αὐτὸ τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννου- βιβλία τῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἤτοι τὰ 53 τῆς Παλαιᾶς καὶ 27 τῆς Καινῆς Διαθήκης[1].Εἶχε τὴν δεξιότητα νὰ χρησιμοποιῆ συνειρμικὰ καὶ συνδυαστικὰ ἐξ ἀμφοτέρων τῶν Διαθηκῶν καὶ νὰ ἐπιχειρηματολογῆ, μὲ βιβλικὸ λόγο, διαλεγόμενος μὲ πρόσωπα ἤ ἀξιολογῶν καταστάσεις τῆς καθημερινότητος τῆς ἐποχῆς του.
Ἡ σύγχρονη ἰουδαϊκὴ ἐθνικὴ εὐαισθησία ἐχαρακτήρισε τὴν ἀναπαραγωγὴ τῆς ἐνδοϊουδαϊκῆς προφητικῆς κριτικὴς ὡς δῆθεν ἀντισημιτισμό! Καὶ εὐκαίρως ἀκαίρως τὸν ἐπικρίνει. Ὁ Χρυσόστομος ἔδωσε ἤδη ἀπάντηση σὲ ἀνάλογη κριτικὴ τῆς ἐποχῆς του (βλ. στὸ τέλος τῆς παρούσης, ἡ ἀντιστροφὴ τῆς κριτικῆς). Ἡ ἰουδαϊκὴ μέθοδος τῆς ἐπικριτικῆς ἀντικριτικῆς ἐμφανίστηκε μετὰ τὸν 2ο παγκόσμιο Πόλεμο, ὅταν ,κατὰ τὴν ἀναζήτηση τῶν αἰτίων τῆς ἐξοντωτικῆς τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Ἰουδαϊσμοῦ ἐθνικοσοσιαλιστικῆς πολιτικῆς, διαμορφώθηκε ἡ σύγχρονη ἰουδαϊκὴ Ὀπτική, ἡ ὁποία ὑποστηρίζει- ὅτι γιὰ τὸ φαινόμενο τοῦ «ὁλοκαυτώματος» εὐθύνεται τὸ προηγηθὲν χριστιανικὸ ἐπικριτικὸ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ κήρυγμα. Ἡ ὀπτικὴ αὐτὴ παραβλέπει προφανῶς ὅτι πρὸ καὶ κατὰ τὸ 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο ὑπῆρξαν μαζικὲς ἐξοντώσεις καὶ χριστιανικῶν λαῶν (πρβλ. γενοκτονία τῶν Ἀρμενίων, τῶν Ποντίων, τὰ Γκούλακς κ.ἄ.), ὅπως ὑπῆρξαν καὶ χριστιανικὲς κοινωνίες μὲ κάποιες φολικλορικὲς ἐκδηλώσεις (κάψιμο τοῦ Ἰούδα), οἱ ὁποῖες συμπαραστάθηκαν μὲ αὐτοθυσία στοὺς ἰουδαϊκοῦ θρησκεύματος συμπολίτες τους κατὰ τὴν περίοδο τῆς γερμανικῆς κατοχῆς[2].
Παρενθετικῶς, πρέπει νὰ ὑπομνησθῆ ὅτι οἱ ὅροι «ἀντισημιτισμὸς» ἤ «ἀντισιωνισμὸς» εἶναι νεώτεροι, κατὰ 15 περίπου αἰῶνες μετὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Χρυσοστόμου. Ἐπιστημονικῶς δὲν εἶναι θεμιτὸ νὰ προσδιορίζωνται προγενέστερα γεγονότα μιᾶς καὶ μισῆς χιλιετίας μὲ σύγχρονους ὅρους. Κάθε ἐποχὴ πρέπει νὰ χαρακτηρίζεται μὲ τὰ ἰσχύοντα τότε μέτρα , καὶ κάθε προσωπικότητα νὰ κρίνεται μὲ τὰ δεδομένα καὶ τοὺς ὅρους τῆς ἐποχῆς του.
Ἡ ἀναδρομικὴ ἀξιολόγηση προγενεστέρων πράξεων καὶ γεγονότων μὲ τὰ σύγχρονα κριτήρια εἶναι ἀντιεπιστημονικὴ καὶ κατὰ συνέπεια ἄδικη.Ἐὰν ἀξιολογούσαμε μὲ σύγχρονα ἠθικὰ κριτήρια, ποὺ διέπλασε ὁ χριστιανισμὸς στὶς δυτικὲς κοινωνίες, τὴ συμπεριφορὰ τῶν μεγάλων προσωπικοτήτων τῶν κοινωνιῶν τῆς Π.Διαθήκης, ὅπως π. χ. τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Μωϋσέως, τοῦ Ἠλία, τοῦ Δαυίδ, τοῦ Σολομῶντος κ.ἄ., θὰ ὁδηγούμεθα σὲ βαρύτατους ἀπαξιωτικοὺς χαρακτηρισμοὺς αὐτῶν.Ὀφείλουμε συνεπῶς νὰ προσεγγίζουμε μὲ τὴν πρέπουσα ἐπιστημονικὴ ἀνάλυση τὸ θέμα τοῦ δῆθεν χρυσοστομείου ἀντισημιτισμοῦ.
‘Aνακριβῶς, οἱ λόγοι τοῦ Χρυσοστόμου ἐπιγράφονται στὶς ἐκδόσεις «κατὰ Ἰουδαίων».Ὅποιος τοὺς ἀναγνώσει διαπιστώνει ἀκόπως ὅτι δὲν στρέφονται προγραμματικῶς κατὰ τῶν Ἰουδαίων, ἀλλὰ κατὰ μιᾶς κατηγορίας Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι μετεῖχαν , ἐξ ἀφελείας ἤ ἀμαθείας ,σὲ ἰουδαϊκὲς τελετὲς ἤ ἀσκοῦσαν ἰουδαϊκὲς πρακτικὲς μὲ θρησκευτικὴ ἀναφορά. Στρέφεται ἐναντίον τῶν ἰουδαϊζόντων χριστιανῶν καὶ εἰς αὐτοὺς ἀναφέρονται οἱ λόγοι του, ἐπειδὴ ὅποιος διδάσκει ἤ ἐφαρμόζει Ἰουδαϊσμὸ δὲν εἶναι Χριστιανός. Ὁ Χρυσόστομος συνεχίζει προφανῶς τὴν ἀντιοχειανὴ παράδοση τοῦ ‘Ιγνατίου Ἀντιοχείας,τοῦ μάρτυρος, ὁ ὁποῖος ὑπογράμμιζε «Ἄτοπόν ἐστιν Ἰησοῦν Χριστὸν λαλεῖν ἐπὶ γλώσσης,καὶ τὸν παυθέντα Ἰουδαϊσμὸν ἐπὶ διανοίας ἔχειν. Οὗ γὰρ Χριστιανισμός, οὐκ ἔστιν Ἰουδαϊμός»[3]. Ὑφίστανται δηλαδὴ σαφῆ ὅρια, διακρίνοντα τὸν Χριστιανισμὸν ἀπὸ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ.
Ἰδιαιτέρως σημαντικὴ παράμετρος τοῦ θέματος εἶναι ἡ ταυτοποίηση τῶν ἐπικριτικῶν λόγων, δηλαδὴ ἄν οἱ χρησιμοποιούμενοι χαρακτηρισμοὶ εἶναι χρυσοστομικοὶ ἤ πρό-χρυσοστομικοὶ καὶ ποιὲς εἶναι οἱ τεκμηριωμένες πηγές τους. Ὡς ἐπιστημονικῶς τεκμηριωμένο δεδομένο, ποὺ πρέπει νὰ συνεκτιμηθῆ, εἶναι ὅτι ὁ Χρυσόστομος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν Ἰουδαϊσμό -ὁ ὁποῖος ἑρμηνεύει μὲ πλήρη ἐσωστρέφεια καὶ ἀποκλειστικότητα μόνον τὴν Π.Διαθήκη- ἑρμηνεύει τὴν Γραφὴ διὰ τῆς Γραφῆς δηλαδὴ τὴν Κ.Διαθήκη ἁρμονικὰ καὶ (ὅπως ἀπαιτοῦν οἱ κανόνες ἑρμηνείας παντὸς κειμένου καὶ ἐπιτακτικῶς, ἄν τοῦτο εἶναι συνδεδεμένου ἱστορικὰ καὶ νοηματικὰ μὲ ἕνα ἄλλο ) ἑνιαία μὲ τὴν Π.Διαθήκη.
Ἡ ἀντικειμενικὴ κατανοήση τῶν χρυσοστομικῶν ἀναφορῶν, ὀφείλει νὰ λαμβάνη ὑπ’ ὄψιν καὶ τὰ κοινωνικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ δεδομένα τῆς ἐξεταζομένης διαλεκτικῆς διαθρησκευτικῆς τριβῆς τῆς ἐποχῆς τῆς ἀναπαραγωγῆς τῆς Ἁγίας Γραφῆς , ὅπως συμβαίνει στὴν προκειμένη περίπτωση τοῦ ἐνδοχριστιανικοῦ φαινόμενου τῶν Ἰουδαϊζόντων.
Κατὰ πάγια ἠθικὴ καὶ νομικὴ ἀρχή, ἡ χρήση μιᾶς λέξεως, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ μίαν ἀδιαμφισβητήτου κύρους πηγὴ, δὲν ἐνοχοποιεῖ τὸν μεταγενέστερο χρήστη της , δηλαδὴ αὐτὸν ποὺ τὴν ἀναπαράγει, περισσότερο ἀπὸ τὸν ἀρχικό. Ἀντιθέτως τὸν ἀθωώνει , στὸν ἴδιο βαθμὸ μὲ τὸν ἀρχικό. Ἐπὶ πλέον, ἡ συγγραφικὴ καὶ ἠθικὴ εὐθύνη πρέπει νὰ κατανέμεται ἀνισομερῶς μεταξὺ τοῦ πρώτου διδάξαντος καὶ ἐκείνου, ὁ ὁποῖος σεβόμενος τὸ κῦρος τοῦ πρώτου, ἐπαναλαμβάνει τοὺς χαρακτηρισμοὺς καὶ τὶς ἐκτιμήσεις, ποὺ ἔκαμε ἐκεῖνος περὶ τοῦ ἰδίου ἤ ἀναλόγου θέματος , γεγονότος ἤ συμπεριφορᾶς. Ἄν διὰ τῆς ἀναπαραγωγῆς τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐπαναλαμβάνονται ἤ προκύπτουν ἀρνητικοὶ χαρακτηρισμοὶ θεσμῶν καὶ προσώπων, πρέπει νὰ ἐξετάζωνται πάντοτε τὰ γενεσιουργὰ αἴτια καὶ ἄν ὁ κρινόμενος τώρα εἶναι ὁ δημιουργὸς τῶν χαρακτηρισμῶν , ἤ ἄν ἐμπνέεται ἤ ἐξαρτᾶται ἀπὸ πηγὴ ἰδιαιτέρας αὐθεντίας.
Τούτων οὕτως ἐχόντων , ἡ ἀνάλυση ἑνὸς συμβάντος ὡς μελέτη ἐνδεικτικῆς περιπτώσεως (case study), δηλαδὴ ὡς τοπικὸν καὶ χρονικὸν δεῖγμα τοῦ 4ου αἰῶνος καὶ ὄχι τοῦ 21ου εἶναι ἀνακαία καὶ χρήσιμη.
Τὸ συμβάν: Ἔχει θρησκευτικὴ ἀξία ἡ συναγωγή γιὰ τοὺς χριστιανούς ; Τὸ ἀναλυόμενο συμβὰν, περιέχεται στὸν πρῶτο κατὰ Ἰουδαίων λόγο (MPG.48,843-56, καὶ τὸ συμβάν στὸ 48,847C). Ὁ Χρυσόστομος ὓπῆρξεν αὐτόπτης μάρτυρας καὶ ἀνεμείχθη ἐνεργῶς . Τὸ προκλητικὸ τῆς θεολογικῆς καὶ ἀμφίπλευρα κριτικῆς διαπραγματεύσεως τοῦ ἰ. Χρυσοστόμου γεγονὸς ἦταν πρόσφατο. Συνέβη « πρὸ τούτων τῶν τριῶν ἡμερῶν (πιστεύσατε οὐ ψεύδομαι)». Τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ ἀναλὐεται σὲ πέντε θεματικοὺς σπονδύλους (σκηνές).
Πρῶτος σπόνδυλος. Περιγράφεται μία ἀξιοπρεπὴς κυρία , δηλαδὴ ἐλευθέρα καὶ ὄχι δούλη, κόσμια, καὶ πιστή. νὰ ἀναγκάζεται ὑπὸ ἀνειλικρινοῦς Χριστιανοῦ νὰ εἰσέλθη στὴν ἑβραϊκὴ συναγωγὴ τῆς Ἀντιοχείας («εἶδον ἀναγκαζομένην ὑπό τινος μιαροῦ καὶ ἀναισθήτου, δοκοῦντος εἶναι Χριστιανοῦ-(οὐ γὰρ ἄν εἴποιμι τὸν τὰ τοιαῦτα τολμῶντα Χριστιανὸν εἰλικρινῆ- κἀκεῖ παρασχεῖν ὅρκον περὶ τῶν ἀμφισβητουμένων αὐτῷ πραγμάτων». Ἡ γυναῖκα ζητοῦσε μὲ κραυγὲς βοήθεια καὶ παρακαλοῦσε νὰ ἐμποδίσουν τὴν ἐκβιαστικὴ διάπαραξη αὐτῆς τῆς ἀντιθέτου πρὸς τὶς θρησκευτικὲς πεποιθήσεις της πράξεως («οὐ θεμιτὸν αὐτῇ τῶν θείων μετασχούσῃ μυστηρίων, πρὸς ἐκεῖνον τὸν τόπον ἐλθεῖν» .
Δεύτερος σπόνδυλος. Καταγράφεται ἡ προσωπική ἀντίδραση τοῦ Χρυσοστόμου ὡς ἑξῆς: «Ἐμπρησθεὶς οὖν ὑπὸ ζήλου, καὶ πυρωθεὶς,καὶ διαναστὰς , ταύτην μὲν οὐκ εἴασα λοιπὸν ἐπὶ τὴν παρανομίαν ἑλκυσθῆναι, ἐκείνην ἐξήρπασα δὲ τῆς ἀδίκου ταύτης ἀπαγωγῆς».
Τρίτος σπόνδυλος. Ὁ Χρυσόστομο ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν θρησκευτικὴ ταυτότητα τοῦ ἕλκοντος βιαίως τὴν γυναῖκα καὶ τὸν ἐρώτησε , ἄν εἶναι χριστιανός. Ἐκεῖνος ἀπήντησε καταφατικῶς («Εἰ Χριστιανὸς εἴη, κἀκεῖνος ὡμολόγησεν »). Τότε μόνον τὸν ἐπέπληξε μετὰ σφοδρότητος καὶ τὸν κατηγόρησε γιὰ ἀναισθησία καὶ βαρύτατη ἀνοησία, ποὺ δὲν ἦταν κατώτερη ἀπὸ τὴν νοημοσύνη τῶν ὄνων, ἐπειδἠ, ἄν καὶ ὁμολογεῖ ὅτι εἶναι χριστιανὸς, σύρει κάποιον στὰ «σπήλαια τῶν ‘Ιουδαίων», ποὺ σταύρωσαν τὸν Χριστὀ. [4] Τοῦ ἐπιρρίπτει δηλαδὴ ἀσυνέπεια μεταξὺ πίστεως καὶ πράξεως. Ἡ ἀσυνέπεια ἐνισχύεται μὲ τὴν ἀπόπειρα παραβιάσεως σαφεστάτης ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ περὶ ἀπολύτου ἀποφυγῆς τοῦ ὅρκου.Οὐσιαστικῶς ὁ ἐπικρινόμενος χριστιανὸς πράττει ἀντίθετα μὲ τὴν πίστη του , δηλαδὴ de facto ἰουδαḯζει. Οἱ χρυσοστόμιοι χαρακτηρισμοὶ τοῦ συγκεκριμένου χριστιανοῦ εἶναι βαρύτατοι. Ἡ αἰτιολόγηση εἶναι θεολογική, δηλαδὴ βιβλική («οὐ θέμις ὅλως ὀμνῦναι, οὐδὲ ἀνάγκην ἐπάγειν ὅρκων.».
Ἐκ τούτου τοῦ συμβάντος γίνεται φανερὸν ὅτι ,τὸν τέταρτο αἰῶνα στὴν Ἀντιόχεια, οἱ Ἑβραῖοι , ἐπωφελούμενοι τῆς χαλαρότητος ἤ τῆς ἀφελείας κάποιων Χριστιανῶν,ἐφήρμοζαν ἔναντι αὐτῶν πολιτικὴν ἀνοικτῶν θυρῶν. Ἡ πολιτικὴ αὐτὴ στὴν περίπτωση τοῦ ὅρκου ἐπέφερε ἔμμεση διάβρωση τῆς περὶ ὅρκου ἀπολύτως ἀρνητικῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ («μὴ ὁμόσαι ὅλως»). Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ ἱ.Χρυσότομος τονίζει «οὐ θέμις ὅλως ὁμνύναι»[5] .
Πρώτη ἐπισήμανση εἶναι ἡ ἀλλαγὴ τῆς πολιτικῆς τῶν Ἰουδαίων ἔναντι τῶν Χριστιανῶν μεταξὺ τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς (Παύλου)καὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ Χρυσοστόμου, δηλαδὴ μεταξὺ τοῦ β΄ἡμίσεως τοῦ πρώτου αἰῶνος καὶ τοῦ τετάρτου (386—397 μ.Χ.). Αὐτὴ ,ὅπως παρίσταται ἐδῶ, ἔχει ὑποστῆ δραματικὴ ἀλλαγή. Τὴν ἐποχὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἡ εἴσοδος καὶ μόνον χριστιανοῦ πέρα τῆς αὐλῆς τῶν Ἐθνῶν , τὸ γνωστὸ λιθόστρωτο τοῦ ναοῦ τοῦ Ἡρώδη, ἐπέσυρε τὴν ποινὴ τοῦ θανάτου. Πολλῶ δὲ μᾶλλον ἡ εἴσοδος στὶς ἐσώτερες αὐλὲς ,τῶν γυναικῶν, τῶν ἀνδρῶν καὶ τῶν ἱερέων. Σύμφωνα μὲ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων(21,27—36) οἱ Ἰουδαῖοι συνέλαβαν τὸν Παῦλο καὶ μὲ τὸ πρόσθετο ἐπιχείρημα τῆς βεβηλώσεως τοῦ ἱεροῦ χώρου, ἐπειδὴ «ἔτι τε καὶ Ἕλληνας εἰσήγαγεν εἰς τὸ ἱερὸν καὶ κεκοίνωκε τὸν ἅγιον τοῦτον τόπον» .
Μετὰ τρεῖς αἰῶνες, παρόμοια ἀπααγόρευση δὲν ὑφίσταται στὴν πλησίον τῶν Ἰεροσολύμων Ἀντιόχεια. , Καὶ ἐπιτρέπεται ὄχι ἁπλῶς ἡ εἴσοδος Χριστιανῶν σὲ συναγωγή, ἀλλἀ καὶ ἡ ὁρκοδοσία σ’ αὐτήν! Ὁ στόχος τῆς νέας πολιτικῆς εἶναι προφανής, ἡ ἐκμετάλλευση τῆς ἐπελθούσης χαλαρότητος στὰ χριστιανικὰ ἤθη.
Ἐμβολίμως θὰ ἀναφερθῶ σὲ δύο ἀνάλογα, ἀλλὰ σύγχρονα γεγονότα . Τὸ πρῶτο ἀφορᾶ στὴ σύγχρονη, ἐντὸς παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος, ἰουδαϊκὴ ἀντίληψη , σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ παρουσία ἀλλοπίστου σὲ ὑπαίθριο ἰουδαϊκὸ ἱερὸ χῶρο ἀποτελεῖ βεβήλωση, ὅταν αὐτὸς φέρει ἐμφανῶς τὸ ἔμβλημα τῆς χριστιανικῆς πίστεώς του.
Προσφάτως[6], ὁ ραββῖνος τοῦ Δυτικοῦ Τείχους τῆς Ἱερουσαλήμ Rabbi Shmuel Rabinovitch ἀπαγόρευσε σὲ ἀποστολὴ εἴκοσι περίπου αὐστριακῶν κληρικῶν ὑπὸ τὸν ρωμαιοκαθολικὸ Ἀρχιεπίσκοπον τῆς Βιέννης Christoph Schonborn νὰ εἰσέλθη στὸ χῶρο τοῦ Τείχους τῶν Θρήνων, ἄν δὲν ἔκρυβαν τοὺς σταυρούς, ποὺ φοροῦσαν. Ἀπέφυγε δὲ ἐπὶ πλέον νὰ συναντηθῆ μαζί τους! Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρνητικὴ πλευρὰ τῆς συγχρόνου ἰουδαϊκῆς πολιτικῆς ἔναντι τῶν Χριστιανῶν.
Ὑπάρχει καὶ ἡ ἐπιθετικἠ ἐκμετάλλευση τοῦ κενοῦ ,ποὺ ὑφίσταται στὶς σημερινὲς χαλαρὲς ἤ ὀξύτατα ἐκκοσμικευμένες χριστεπώνυμες κοινωνίες. Ὁ Ραββῖνος Schmueley Boteach[7] μὲ ἠλεκτρονικὸ δημοσίευμα προτείνει στοὺς Ἑβραίους τῆς Ἀμερικῆς νὰ «γεμίσουν τὸ εὐαγγελικὸ κενό» (αὐτὸς εἶναι ὁ τίτλος) τῆς ἀμερικανικῆς χριστιανικῆς κοινωνίας μὲ ἰουδαϊκὲς ἰδέες καὶ πρακτικές.Προτείνει δηλαδὴ μία ἐκστρατεία ἐθνικῆς ἐμβελείας στὶς Η.Π.Α. μὲ διαφημίσεις σὲ ἐφημερίδες, ὀργάνωση μαθημάτων σὲ συναγωγὲς , δημοσίευση βιβλίων καὶ ἄρθρων μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἐνθαρρύνωνται οἱ ἰουδαϊκὲς οἰκογένειες τῆς Ἀμερικῆς νὰ προσκαλέσουν «πέντε φίλους» χριστιανοὺς γιὰ «ἕνα ἑβδομαδιαῖο δεῖπνο τὸ βράδυ τῆς Παρασκευῆς , ποὺ να ἐνθαρρύνει τὴ φιλοξενεία, τὴ σοβαρὴ συζήτηση (ὡς ἀναβίωση τοῦ σαλονιοῦ). Καὶ ἔτσι νὰ ὑπάρξη μοιρασμένη ἐμπειρία μιᾶς «ἅγιας ἡμέρας». Εἶναι φανερὸ ὅτι πρόκειται περὶ στρατηγικῆς ἀναπτύξεως μιᾶς ἰδιοτύπου προσηλυτιστικῆς τακτικῆς.
Ὁ κοινὸς παρονομαστὴς τοῦ ἀνωτέρω μὲ τὸ συμβάν τῆς ἐποχῆς τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι ἡ ὕπαρξη μιᾶς κοινωνίας χαλαρῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ ήθικῆς.
Τέταρτος σπόνδυλος.Μετὰ τὴ διδαχὴ περὶ ὅρκου,ὁ Χρυσόστομος ἀναζητεῖ «τὴν αἰτίαν, δι ἥν,-ὁ ἐπικρινόμενος χριστιανός - τὴν Ἐκκλησίαν ἀφεὶς ἐπὶ τὰ τῶν Ἑβραίων εἷλκε συνέδρια». Ἐκεῖνος ἀπαντᾶ , ἐπειδὴ πολλοὶ τοῦ εἶπαν «φοβερωτέρους τοὺς ἐκεῖ γινομένους ὅρκους εἶναι». Οὐδεὶς δύνανται νὰ ἰσχυρισθῆ ὅτι ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς Συναγωγῆς ὡς «Ἑβραίων Συνέδρια» δηλώνει ἀντιιουδαϊσμό. Ἡ ἐλληνικὴ λέξη συνέδριον ( Sanhedrin)[8] εἶχε ἠθικῶς οὐδέτερο νόημα .
Πέμπτος σπόνδυλος. Μετὰ τὶς ἐξηγήσεις τοῦ ὑπαιτίου χριστιανοῦ διὰ τῆς προβολῆς τοῦ φοβεροῦ τῶν ὅρκων ἐντὸς τῆς Συναγωγῆς ὅρκων («φοβερωτέρους τοὺς ἐκεῖ γινομένους ὅρκους εἶναι»),ὁ Χρυσόστομος ἔννοιωσε, ὅπως δηλώνει, τὰ ἀντιφατικἀ συναισθήματα τῆς ὀργῆς καὶ τῆς εὐθυμίας [9] . Ἠσθάνετο ὀργὴν γιὰ τὴν πανουργίαν τοῦ «διαβόλου» καὶ εὐθυμίαν γιὰ τὴν ἀνοησία («ἄνοια») τῶν ἀπατηθέντων. Ἀξιοσημείωτον εἶναι ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Χρυσόστομος, ὅπως ὁμολογεῖ, γελᾶ («ἐγέλων»)[10].
Ὁ Χρυσόστομος προσθέτει καθοδηγητικῶς ὅτι σκοπίμως καλλιεργεῖται ὁ φόβος ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους («Ὡς παιδία μικρὰ φοβοῦσιν ὑμᾶς Ἰουδαῖοι ........... τοὺς ἀτελεστέρους τῶν χριστιανῶν μορμολὐττονται Ἰουδαῖοι»). Πρέπει νὰ ὑπομνησθῆ ὅτι ὁ φόβος κατέχει κεντρικὴ θέση στὴν ἰουδαϊκὴ εὐσέβεια,ἡ ὁποία εὑρίσκεται σὲ πλήρη διάσταση μὲ τὴν χριστιανικὴ εὐσέβεια, στὴν ὁποία τὴν κεντρικὴ θέση κατέχει ἡ ἀγάπη
Ἡ μεθοδολογία τῆς ἀναπαραγωγῆς καὶ οἱ ἀφορμές. Ἡ χριστιανικὴ ἀπαξίωση τῆς συναγωγῆς ὡς ἱεροῦ χώρου εἶναι τὸ καίριο σημεῖο τῆς ἀποκλειστικῶς βιβλικῆς καὶ κατὰ βάση παλαιοδιαθηκικῆς τεκμηριώσεως τῆς χρυσοστομείου ἐπιχειρηματολογίας.
Οἱ ἀρνητικοὶ χαρακτηρισμοὶ τῆς συναγωγῆς τῶν Ἑβραίων ἀναπαράγουν τοὺς ἀκολούθους τρεῖς χαρακτηρισμοὺς τοῦ προφήτου Ἰερεμίου .Ὁ πρῶτος προέρχεται ἀπὸ κριτκὴ κατὰ (τῆς φυλῆς)τοῦ Ἰσραἠλ« ..καὶ ἔσχες ποιμένας πολλοὺς εἰς πρόσκομμα σεαυτῇ· ὄψις πόρνης ἐγένετό σοι, ἀπηναισχύντησας πρὸς πάντας » ( Ἱερεμίου 3,3). Ὁ Ἀντιοχέας Χρυσόστομος συμπεραίνει ἐπεξηγηματικῶς, ὅτι «ἔνθα δε πόρνη ἔστηκεν πορνεῖον ἐστιν ὁ τὀπος καὶ θέατρον μόνον ἐστὶν ἡ συναγωγή. ἀλλὰ καὶ σπήλαιον ληστῶν, καὶ καταγώγιον θηρίων».
Ὁ δεύτερος χαρακτηρισμὸς περιλαμβάνεται σὲ κριτικὴ τοῦ Ἰούδα («..μὴ καὶ σπήλαιον λῃστῶν ὁ οἶκός μου, οὗ ἐπικέκληται τὸ ὄνομά μου ἐπ’αὐτῷ ἐκεῖ, ἐνώπιον ὑμῶν» , Ἱερ. 7,11) . Ὁ τρίτος χρησιμοποιεῖται σὲ κριτικὴ τοῦ Ἰσραήλ (« Ἐγκαταλέλοιπα τὸν οἶκόν μου , ἀφῆκα τὴν κληρονομίαν μου»,Ἱερ. 12,7) .Ὁ Χρυσὀστομος συσχετἰζει καὶ ἐπικυρώνει τοὺς προφητικοὺς λόγους μὲ τὴν κριτικὴ παρατήρηση τοῦ Ἰησοῦ ( «οὔτε ἐμὲ οἴδατε οὔτε τὸν πατέρα μου· εἰ ἐμὲ ᾒδειτε, καὶ τὸν πατέρα μου ᾒδειτε ἄν» , κατὰ Ἰωάννην 8,19) .
Ἡ ἀναπαραγωγὴ ἑνὸς προφητικοῦ χαρακτηρισμοῦ αἰῶνες μετὰ τὴν ἐκφώνησή του θέτει ἕνα γενικώτερο θεολογικὸ θέμα: Ποιὰ εἶναι ἡ διάρκεια τῆς χρονικῆς ἰσχύος τοῦ προφητικοῦ λόγου , στιγμιαία ἤ διαχρονική; Ἄν εἶναι στιγμιαία , τότε ὁ προφητικὸς λόγος δὲν δύναται νὰ χαρακτηρίζεται ὡς αἰωνίου κύρους , ἄν ἔχει διαχρονικὴ ισχύ, τότε δὲν εἶναι ἐπιτρεπτὸ νὰ καταδικάζεται ἡ ἐπικαιροποιημένη ἀναπαραγωγή του .
Ὁ προφητικὸς λόγος ἔχει διὰ τὸν Χρυσόστομο, ὅπως καὶ γιὰ ὅλους τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, διαχρονικὸ κῦρος .Ἡ διαιὠνιση τῆς ἰσχὐος του στηρίζεται στὴ διεύρυνση – θὰ προσέθετα, καὶ ἐπικαιροποίηση διὰ τοὺς Ἰουδαίους-- τοῦ βιβλικοῦ χωροχρόνου διὰ μέσου τῆς Καινῆς Διαθήκης. Συνεπεῖς πρὸς αὐτὴν τὴν ἀρχήν, οἱ Ἑρμηνευτὲς τῆς Κ.Δ. δὲν δύνανται νὰ ἀγνοοῦν ὡς μὴ ὑφισταμένους ἐγκύρως τοὺς προφητικοὺς λόγους. Ἄν συμβαίνει δε οἱ προφητικοὶ λόγοι νὰ εἶναι τραχεῖς κατὰ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ (πρβλἸεζεκιὴλ. Ψαλμοὺς κ.ἄ.π.), οὐδεὶς ἔχει τὸ δικαίωμα τῆς ἀποσιωπήσεως αὐτῶν καὶ μνείας μόνον τῶν θετικῶν περὶ τοῦ Ἰσραἠλ προφητικῶν λόγων. Τῆς αὐτῆς τάξεως εἶναι ἡ μνεία τόσο τῶν ἠθικῶς θετικῶν καὶ ὲπαινετῶν, ὅσο καὶ τῶν ἠθικῶς ἀρνητικῶν πράξεων, ποὺ μνημονεύονται στὰ ἱστορικὰ καὶ μὴ βιβλία τῆς Π.Διαθήκης.
Ἡ προφανὴς πρόθεση τοῦ Χρυσοστόμου. Εἶναι ἀπολύτως σαφὲς ὅτι ἡ κριτικὴ τῶν Ἰουδαίων ἀπὸ τὸν Χρυσόστομο δὲν εἶναι πρωτογενής, ἀλλὰ δευτερογενής. Πρωτογενὴς εἶναι ἡ στηλίτευση τῆς ἀδιαφορίας τῶν χριστιανῶν γιὰ τοὺς χριστιανούς. Ἡ συμπεριφορὰ αὐτὴ παρέχει τὸ ἔναυσμα τῆς σκληρῆς ἀναφορᾶς στὸ ἐπεισόδιο, τὸ ὁποῖο ὁ Χρυσόστομος συνοδεύει μὲ θεολογικὴ θεμελίωση τῆς καθαρῶς ποιμανικῆς παρεμβάσεως . Γράφει «Ὡς δὲ ἐξέβαλον διὰ πολλῶν καὶ μακρῶν λόγων τὴν πεπλανημένην ὑπόνοιαν [ =ἀντίληψη] τῆς ἐκείνου ψυχῆς, ἠρώτων τὴν αἰτίαν... ».
Συνεπῶς , ἡ διαπραγμάτευση εἶναι στοχευμένα χριστιανοκεντρικὴ, ἐνδοεκκλησιατικὴ καὶ ὄχι ἰουδαιοκεντρική, ὅπως συνάγεται ἀπὸ τὸ τελικὸ σχόλιο του : «Ταῦτα δὲ εἶπον πρὸς ὑμᾶς καὶ διηγησάμην, ἐπειδὴ πρὸς τοὺς τὰ τοιαῦτα καὶ ποιοῦντας καὶ πάσχοντας ἀπανθρώπως καὶ ἀναλγήτως διάκεισθε· κἄν ἴδητέ τινα τῶν ἀδελφῶν τῶν ὑμετέρων εἰς παρανομίας τοιαύτας ἐμπίπτοντα, ἀλλοτρίαν, οὐκ οἰκείαν ἡγεῖσθαι τὴν συμφορὰν εἶναι, καὶ πρὸς τοὺς ἐγκαλοῦντας ἀπολογεῖσθαι νομίζετε, λέγοντες· ἐμοὶ γὰρ τί μέλει; τίς δέ μοι κοινὸς πρὸς ἐκεῖνόν ἐστι λόγος; ἐσχἀτης μισανθρωπίας καὶ σατανικῆς ὠμότητος φθεγγόμενοι ῥήματα». Προφανῶς δὲν τὸν ἐνδιαφέρει νὰ μεταπεισθοῦν οἱ Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ νὰ ὀρθοφρονήσουν οἱ ἰουδαΐζοντες Χριστιανοὶ τῆς Ἀντιοχείας.
Ἡ ἀντιστροφὴ τῆς κριτικῆς καὶ ἡ ποιμαντικὴ νουθεσία. Ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς συναγωγῆς ὡς θεάτρου ἀπὸ τὸν Χρυσόστομο ἐπικρίθηκε[11] , ἀπὀ μερικοὺς συγχρόνους του , ὡς τολμηρὸς («τόλμαν καταγινώσκουσι»). Ἐκεῖνος ὅμως ἀντέστρεψε τὸν χαρακτηρισμὸν περὶ τολμηροῦ λόγου, μετὰ θεολογικοῦ (βιβλικοῦ) λόγου γνώσεως («ἐγὼ δὲ αὐτῶν τόλμαν καταγινώσκω, ἐὰν μὴ οὕτω νομίζουσιν») . Αἰτιολογεῖ δὲ τὴ θέση του αὐτὴ μὲ τὸ ἐπιχείρημα ὅτι ὁ χαρακτηρισμὸς δὲν εἶναι δικός του. Ἄν ἦτο θὰ ἦταν ἄξιος κατακρίσεως («Εἰ μὲν γὰρ οἴκοθεν ἀποφαίνομαι, κατἀγνωθι» )[12]. Εἶναι προφητικὸς καὶ διὰ τὸν λόγος αὐτὸν πρέπει νὰ γίνει δεκτὸς ἀπὸ τοὺς ἐπικριτές του («εἰ δὲ τοῦ προφήτου λέγω τὰ ρήματα, δέξαι τὴν ἀπόφασιν»)[13].
Τὸ τελικὸ συμπέρασμα εἶναι διδακτικὸ περὶ τῆς ὀφειλομένης ἀλληλεγγύης μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν. Καὶ διὰ τοῦτο ὁ Χρυσόστομος δὲν φείδεται σκληρῶν χαρακτηρισμῶν τῆς ἀφιλαδέλφου ἀντιφάσεως μεταξὺ τῆς ὁμολογουμένης πίστεως καὶ πραγματοποιουμένης πράξεως. Καὶ ἐρωτᾶ: «Τί λέγεις, ἄνθρωπος ὤν, καὶ τῆς αὐτῆς κοινωνῶν φύσεως, μᾶλλον δὲ, εἰ δεῖ φύσεως κοινωνίαν εἰπεῖν, κεφαλὴν μίαν ἔχων τὸν Χριστόν, τολμᾷ εἰπεῖν, ὅτι οὐδέν σοι κοινόν ἐστι πρὸς τὰ μέλη τὰ σά; Πῶς οὖν τὸν Χριστὸν ὁμολογεῖς σὺ κεφαλὴν εἶναι τῆς Ἐκκλησίας; Καὶ γὰρ ἡ κεφαλὴ πάντα τὰ μέλη συνάπτειν πέφυκε, καὶ πρὸς ἑαυτὰ μετὰ ἀκριβείας ἐπιστρέφειν τε καὶ συνδεῖν. Εἰ μηδὲν κοινὸν ἔχεις πρὸς τὸ μέλος σου, οὐδὲ πρὸς ἀδελφόν σου ἔχεις τι κοινόν, οὐδὲ κεφαλὴν ἔχεις τὸν Χριστόν.».Εἶναι σαφὲς ὅτι τελικῶς ὁ Χρυσόστομος νουθετεῖ τοὺς πιστοὺς τῆς Ἀντιοχείας διὰ τοῦ προφητικοῦ λόγου καὶ ὄχι «οἴκοθεν», ὅπως λέγει.
[1] Τὰ ἁγιογραφικὰ παραθέματα εἰς τὰ ἔργα του ὑπολογίζονται σὲ 18.000, ἐξ ὧν 7.000 περίπου εἶναι τῆς Παλαιᾶς καὶ 11.000 περίπου τῆς Καινῆς . Διαθήκης. Ὁ προαναφερθεὶς ἀριθμὸς τῶν παραθέσεων ἀπὸ τὴν Α.Γ. εἶναι στὴν πραγματικότητα κατὰ πολύ μεγαλύτερος, δεδομένου ὅτι αὐτὸς χρησιμοποιεῖ ὄχι μόνο αὐτούσιες βιβλικὲς φράσεις, ἀλλὰ καὶ μεμονωμένες λέξεις καὶ ἔννοιες.
[2] Πρβλ τὴ μεγαλειώδη παρέμβαση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Δαμασκηνοῦ καὶ πολλῶν ἄλλων στοὺς Γερμανοὺς κατακτητὲς ὑπὲρ τῶν Ἑλλήνων Ἑβραίων.
.
[3] Ἰγνατίου πρὸς Μαγνσίους (ἐκτενεστέρα μορφή),Χ, ΒΕΠΕΣ 2,296
[4] «ἀναισθησίαν ἐγκαλῶν καὶ τὴν ἐσχάτην ἄνοιαν, καὶ ὄνων οὐδὲν ἄμεινον διακεῖσθαι, εἰ τὸν Χριστὸν λέγων προσκυνεῖν, ἐπὶ τὰ σπήλαια τῶν Ἰουδαίων, τὸν σταυρωσάντων αὐτὸν, ἕλκοι τινά· ».
[5] Πρβλ. Ματθαίου 5,34 « Ἐγὼ δὲ λέγω ὓμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως»
[6] Jerusalem Post, 12 Nov.2007 (ἠλεκτρονικὴ ἔκδοση)
[7] Jerusalm Post,11 Nov. 2007 (ἠλεκτρονικὴ ἔκδοση)
[8] Ἡ ὀνομασία εἶναι ἑλληνικἠ καὶ ἀποτελεῖ δεῖγμα τῆς προσλήψεως ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμό.
[9] «ἐνεπρίσθην ὑπὸ θυμοῦ, καῖ μετὰ ταῦτα ἐγέλων)
[11] MPG, 48,847A «Καὶ οἶδα μὲν ὅτι τινὲς τόλμαν καταγινώσκουσι τοῦ λόγου, ὅτι εἶπον, Θέατρον καὶ συναγωγῆς οὐδὲν τὸ μέσον· ἐγὼ δὲ αὐτῶν τὀλμαν καταγινώσκω ,ἐὰν μὴ οὕτω νομίζωσιν. Ἐὰν μὲν γὰρ οἴκοθεν ἀποφαίνομαι, κατάγνωθι· εἰ δὲ τοῦ προφήτου λέγω τὰ ρήματα, δέξαι τὴν ἀπόφασιν».
[12]Βλ. προηγούμενη παραπομπή.
[13]Βλ. προηγούμενη παραπομπή.